ἀνείσπρακτος

ἀνείσπρακτος
ἀνείσπρακτος, ον,
A free from pecuniary liability, BGU1133.13 (i B. C.), POxy.270,286.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανείσπρακτος — ανείσπρακτος, η, ο και ανείσπραχτος, η, ο αυτός που δεν εισπράχτηκε: Είχε ανείσπρακτους και τους τόκους από τις καταθέσεις του στην τράπεζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανείσπρακτος — η, ο (Α ἀνείσπρακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει εισπραχθεί 2. ο μη εισπράξιμος, όποιος δεν είναι δυνατόν να εισπραχθεί αρχ. εκείνος που δεν υπόκειται σε χρηματική ευθύνη …   Dictionary of Greek

  • ἀνείσπρακτοι — ἀνείσπρακτος free from pecuniary liability masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”